ἀπελευθέρου

ἀπελευθέρου
ἀπελεύθερος
restored to freedom
masc gen sg
ἀ̱πελευθέρου , ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀπελευθερόω
emancipate
pres imperat act 2nd sg
ἀπελευθερόω
emancipate
pres imperat act 2nd sg
ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἀπελευθερόω
emancipate
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η …   Dictionary of Greek

  • αποστάσιον — ἀποστάσιον, το (Α) 1. διαζευκτήριο, διαζύγιο 2. (αττ. δίκ.) «ἀποστασίου δίκη» καταγγελία εναντίον απελευθέρου ότι εγκατάλειψε τον προστάτη του ή προσήλθε σε άλλον …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • προδικώ — έω, Α [πρόδικος] 1. είμαι προστάτης, συνήγορος ή φύλακας κάποιου («προδικῶ τοῡ ἀπελεύθερου», Λυσ.) 2. ενεργώ ως συνήγορος …   Dictionary of Greek

  • Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… …   Dictionary of Greek

  • πάτρων (-ονας) — Ο προστάτης. Ο όρος καθιερώθηκε στη Ρώμη (patronus) και αναφέρεται στους προστάτες όσων δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Λεγόταν επίσης και για τους προστάτες ενός γένους ή των συμφερόντων επαρχίας ή συμμάχων στη ρωμαϊκή σύγκλητο και τις άλλες… …   Dictionary of Greek

  • Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… …   Dictionary of Greek

  • Πετρώνιος ο Κριτής, Τίτος — (Titus Petronius Arbiter). Λατίνος συγγραφέας (1ος αι. μ.Χ.) που έζησε στην εποχή του Νέρωνα και υποχρεώθηκε να αυτοκτονήσει το 66 όταν αποκαλύφτηκε η συνωμοσία του Πίσωνα. Τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, τις αντλούμε από ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”